- στρεβλόν
- στρεβλόςtwistedmasc acc sgστρεβλόςtwistedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
калека — калечить, также каляка (Радищев), укр. калiка калека , сюда же польск. kаlеkа, диал. kalika. Обычно объясняют из тур. перс. kаlаk изуродованный, обезображенный (см. Мi. ЕW 109; ТЕl 2, 106; Доп. 2, 155; Маценауэр 39; Гануш, РF, I, 461; Бернекер 1 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κελλάς — κελλάς, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. τού τ. *κελλός (κελλόν στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.) τα λλ είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα λν (κελλ <… … Dictionary of Greek
κελλόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στρεβλόν, πλάγιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελλάς] … Dictionary of Greek
κυλλός — κυλλός, ή, όν (AM) αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι αρχ. 1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα 2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.) 3 … Dictionary of Greek
μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… … Dictionary of Greek
στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… … Dictionary of Greek
(s)kel-4 (extended klā-, klō-) — (s)kel 4 (extended klā , klō ) English meaning: to bend; crooked Deutsche Übersetzung: “biegen; anlehnen; krumm (also sittlich: “verkehrt, unrecht”), verkrũmmt”; especially in Körperteilbezeichnungen; “biegsames Gelenk, Ferse, Knie,… … Proto-Indo-European etymological dictionary